- διήμερος
- -η, -ο (AM διήμερος, -ον)1. αυτός που διαρκεί δύο μέρες2. αυτός που έχει ηλικία δύο ημερώννεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το διήμεροδιάστημα δύο ημερονυκτίωναρχ.1. το ουδ. ως ουσ. το διήμερονχρονικό διάστημα μεγαλύτερο από είκοσι τέσσερεις ώρες2. αυτός που γίνεται ή κάνει κάτι τη δεύτερη μέρα, δευτεραίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δύο) + -ημερος < ημέρα (πρβλ. εφήμερος)].
Dictionary of Greek. 2013.